- συοκτασία
- ἡ, Ασυοκτονία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -κτασία (< -κτατος < *κτατος, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα- τού ρ. κτείνω* «φονεύω»), πρβλ. ανδρο-κτασία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συοκτασίας — συοκτασίᾱς , συοκτασία fem acc pl συοκτασίᾱς , συοκτασία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)